- τυροκομικός
- -ή, -όπου αναφέρεται στην τυροκομία ή στον τυροκόμο: Τυροκομικό εργαστήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυροκομικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυροκομία ή στον τυροκόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek